- δόμος
- και ντόμος, ο (AM δόμος)οριζόντια σειρά λίθων ή πλίνθων σε οικοδομήνεοελλ.1. θόλος τών καθολικών εκκλησιών2. ναός καθολικών3. δερμάτινα λουριά που τοποθετούνται κάτω από το υπόδημα για να διευκολύνουν το βάδισμα στα δύσβατα μέρηαρχ.-μσν.1. σπίτι, οικία2. μέρος τού σπιτιού, δωμάτιο3. οίκος τού θεού, ναόςαρχ.1. διαμέρισμα στον ναό2. κατοικία ζώων3. οικογένεια4. το πατρικό σπίτι5. κιβώτιο, σεντούκι6. μέρος βλητικής μηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δόμος δεν προήλθε απευθείας από το δέμω* (όπως φόρος < φέρω) παρά τη σημασιολογική του συγγένεια, αλλά σχηματίστηκε πιθ. βάσει ενός πρωταρχικού ονόματος, τού οποίου η ρίζα εμφανίζεται σε αρχαϊκές λέξεις (πρβλ. δεσπότης, δώμα). Η λ. δόμος αντικαταστάθηκε από τις λ. οίκος και, κυρίως, οικία, η οποία και επικράτησε.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ισόδομος, λιθοδόμος, μεσόδομος, οικοδόμος, οπισθόδομος, πρόδομοςαρχ.αγχίδομος, αμφίδομος, ανδρόδομος, θεόδομος, κρυψίδομος, λεπτόδομος, μουσόδοξος, ναοδόμος, πηλόδομος, προσθόδομος, πυργοδόμος, τειχοδόμος, υψίδομος, φιλοικοδόμος, φρουροδόμος, ψευδισόδομοςνεοελλ.πολεοδόμος, τοιχοδόμος].
Dictionary of Greek. 2013.